εκτρωματικός

εκτρωματικός
-ή, -ό (Μ ἐκτρωματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή στην έκτρωση, που μοιάζει με έκτρωμα
2. αυτός που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση, ο τερατώδης
μσν.
ο πρόωρα γεννημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκτρωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή την έκτρωση (βλ. λ.), που μοιάζει με έκτρωμα. 2. μτφ., τερατώδης, αποκρουστικός: Εκτρωματικό πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”